πιναρός

πιναρός
και πινηρός, -ά, -όν, Α
γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ.
β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.)
γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ-αρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιναρός — dirty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναρά — πιναρός dirty neut nom/voc/acc pl πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc/acc dual πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναρῶν — πιναρός dirty fem gen pl πιναρός dirty masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναρόν — πιναρός dirty masc acc sg πιναρός dirty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναραῖς — πιναρός dirty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναροῖς — πιναρός dirty masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναροῖσι — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναροῖσιν — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναρᾷ — πιναρός dirty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιναρήν — πιναρός dirty fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”